καπνίζω

καπνίζω
(AM καπνίζω) [καπνός]
1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού
2. μαυρίζω κάτι με καπνό
νεοελλ.
1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως επεξεργασμένα μέσα σε τσιγάρο ή σε πούρο ή τοποθετούνται μέσα σε τσιμπούκι ή πίπα
2. συντηρώ τροφές με ειδική κατεργασία καπνίσματος («καπνίζω χοιρινό κρέας»)
3. φρ. α) «κάνει ό,τι τού καπνίσει» — κάνει ό,τι θέλει χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες
β) «έτσι μού κάπνισε» — έτσι σκέφθηκα ξαφνικά, έτσι ήθελα
νεοελλ.-μσν.
1. αναδίδω καπνό, βγάζω καπνό («τα ξύλα είναι χλωρά και καπνίζουν»)
2. παθ. καπνίζομαι
εξάπτομαι, εξοργίζομαι
μσν.
1. θυσιάζω
2. προκαλώ διαταραχή
μσν.-αρχ.
παθ. (για θυσιαζόμενα ζώα) καίγομαι
αρχ.
1. δημιουργώ καπνό ανάβοντας φωτιά («κάπνισσάν τε κατὰ κλισίας καὶ δεῑπνον ἕλοντο», Ομ. Ιλ.)
2. καλύπτω με ομίχλη
3. παθ. αισθάνομαι ενόχληση από τον καπνό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καπνίζω — καπνίζω, κάπνισα, καπνισμένος βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. [μου] κάπνισε) Σημειώσεις: καπνίζω : η μτχ. καπνισμένος αντιστοιχεί μόνο στην έννοια → υποβάλλω στην επίδραση του καπνού (κυψέλες μελισσών κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καπνίζω — make smoke pres subj act 1st sg καπνίζω make smoke pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίζω — κάπνισα, καπνίστηκα, καπνισμένος 1. βγάζω καπνό: Καπνίζει το τζάκι σου. 2. είμαι καπνιστής, φουμάρω: Καπνίζει είκοσι τσιγάρα την ημέρα. 3. υποβάλλω κάτι στην επίδραση του καπνού: Καπνίζει τα λουκάνικα. 4. μαυρίζω κάτι με καπνό: Δεν πρόσεξες και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνίζῃ — καπνίζω make smoke pres subj mp 2nd sg καπνίζω make smoke pres ind mp 2nd sg καπνίζω make smoke pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιζομένων — καπνίζω make smoke pres part mp fem gen pl καπνίζω make smoke pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιζόμενον — καπνίζω make smoke pres part mp masc acc sg καπνίζω make smoke pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιζόντων — καπνίζω make smoke pres part act masc/neut gen pl καπνίζω make smoke pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνισθησόμενον — καπνίζω make smoke fut part pass masc acc sg καπνίζω make smoke fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίζει — καπνίζω make smoke pres ind mp 2nd sg καπνίζω make smoke pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίζον — καπνίζω make smoke pres part act masc voc sg καπνίζω make smoke pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”